- τόξευμα
- τό1) выстрел из лука; 2) стрела (для стрельбы из лука)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόξευμα — arrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
τόξευμ' — τόξευμα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξευμάτων — τόξευμα arrow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύμασι — τόξευμα arrow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύμασιν — τόξευμα arrow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματα — τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματι — τόξευμα arrow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματος — τόξευμα arrow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματ' — τοξεύματα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl τοξεύματι , τόξευμα arrow neut dat sg τοξεύματε , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξευμα — το (Α τόξευμα, Μ τόξευμα και δόξευμα) χτύπημα με βέλος … Dictionary of Greek